Παραδοσιακή Βούφα
Η Βούφα είναι γνωστή σε πάρα πολλά μέρη της Κύπρου.
Οι υφάντριες ήταν ένα πάρα πολύ καλή επάγγελμα τον παλιό καιρό, γιατί τα υφάσματα, την τότε εποχή, ήταν δυσεύρετα και πάρα πολύ ακριβά για να μπορέσει κάποιος να τα αποκτήσει.
Στην Βούφα έμπλεκαν πανί από μετάξι που παραγόταν από την επεξεργασία του κουκουλιού του μεταξοσκώληκα. Από αυτά τα μεταξωτά πανιά έραβαν νυφικά φορέματα και γαμπριάτικα πουκάμισα.
Για την κατασκευή των σεντονιών ύφαινα την κλωστή που παραγόταν από την κάνναβη και τις σάρπες από το μαλλί που έγνεθα από τα πρόβατα.
Κύρια όμως ασχολία της Βούφας ήταν τα «Κκιλίμια» ή «Πέπσια» όπως συνήθιζαν να τα λένε στο χωριό. Από παλιά ρούχα τα οποία η οικογένεια δεν χρειαζόταν τα έκοβαν σε λωρίδες και τα έμπλεκαν με τις κλωστές δημιουργώντας έτσι νέα υφάσματα. Αυτό αποδεικνύει ότι οι παλιοί κάτοικοι της κοινότητας ήταν οι καλύτεροι ανακυκλωτές.
Σήμερα στη κοινότητα δεν υπάρχει καμιά υφάντρια, η τελευταία που υπήρχε ήταν η μητέρα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου η κυρία Θέκλα Χριστοδούλου.
Ξυλογλυπτική
Η ξυλογλυπτική τέχνη στη κοινότητα Τάλας περιοριζόταν στην κατασκευή διαφόρων αγροτικών εργαλείων και διαφόρων επίπλων για τα σπίτια. Λίγη γλυπτική τέχνη γινόταν με παραστάσεις λουλουδιών, πουλιών και άλλων διακοσμητικών στοιχείων στα ερμάρια και στους καθρέπτες.
Μερικά από τα γεωργικά εργαλεία τα οποία κατασκεύαζαν τότε είναι το υνί με το ζυγό του που το χρησιμοποιούσαν για τη ζέξει των βοδιών και των αγελάδων για την καλλιέργεια και σπορά των χωραφιών.
Επίσης κατασκεύαζαν ξύλινες κουτάλες τις οποίες χρησιμοποιούσαν για το ανακάτεμα του ρεσιού, του παλουζέ, και του τραχανά. Κατασκεύαζαν τις φαούτες με τις οποίες άλεθαν (κουπάνιζαν) το ρέσι στο χέρι και τις χρησιμοποιούσαν επίσης για το φαούτισμα των ρούχων (κτυπούσαν τα ρούχα με τη φαούτα βάζοντας ζεστό νερό και σαπούνι για να τα καθαρίσουν).
Κατασκεύαζαν σαμάρια για τα γαϊδούρια, θήκες πάνω στις οποίες τοποθετούσαν τις στάμνες του νερού και μυσταρκό που ήταν ένα σανίδι κομμένο σε σχήμα V για να βάζουν πάνω το πόδι τους για να φορέσουν τις ποδίνες τους.
Άλλα εργαλεία τα οποία κατασκεύαζαν ήταν η κόπη ή φουρνόφτιο το οποίο χρησιμοποιούσαν για το φούρνισμα των ψωμιών και τις σανίδες πάνω στις οποίες τοποθετούσαν τα ψωμιά.
Σήμερα δυστυχώς έχουν εκλείψει όλα αυτά, σώζονται μόνα τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως για διακοσμητικούς σκοπούς.
Υπάρχουν σήμερα δύο άτομα στο χωριό τα οποία ασχολούνται λίγο με την ξυλογλυπτική η οποία δεν έχει ουσιαστική ομοιότητα με την παλιά τέχνη αλλά ασχολούνται μόνο με την κατασκευή απομιμήσεων παλιών εργαλείων και επεξεργασία διαφόρων τύπων ξύλου ή ρίζας και την μετατροπή τους σε διακοσμητικά αντικείμενα.
Πλούμισμα Κολοκυθιών
Τα κολοκύθια στα παλιά χρόνια τα χρησιμοποιούσαν σαν δοχεία για την φύλαξη και μεταφορά του νερού, του κρασιού και του λαδιού. Για να γίνονται πιο ανθεκτικά τα επάλειφαν με πίσσα της τρεμιθιάς. Μετά άρχισαν να τα στολίζουν με διάφορες παραστάσεις της εποχής. Η όλη διαδικασία για το στόλισμα των κολοκυθιών ονομάζεται πλούμισμα.
Σήμερα το πλούμισμα των κολοκυθιών γίνεται με τον πυρογράφο και δημιουργούν με αυτό διάφορες παραστάσεις ζώων, πτηνών και διάφορα άλλα διακοσμητικά στοιχεία.
Στη κοινότητα της Τάλας σήμερα, υπάρχουν ακόμη δύο άνθρωποι οι οποίοι εξακολουθούν να κάνουν αυτή την δουλειά και διαθέτουν μεγάλη συλλογή από πλουμισμένα κολοκύθια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο κος Λάμπρος Χριστοδούλου και ο κος Βρασίδας Νεοφύτου.
Κατασκευή Σχοινιών
Μια από τις πιο παλιές παραδοσιακές πατροπαράδοτες τέχνες που δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει πια είναι και η κατασκευή των σχοινιών.
Τα σχοινιά κατασκευάζονταν από την κλωστή της κάνναβης. Η όλη διαδικασία κατασκευής της διαρκούσε αρκετές μέρες και ήταν επίπονη.
Όταν ωρίμαζε το φυτό της κάνναβης την έκοβαν και την έστηναν στα χωράφια σε σκουλιά για να ξεράνει. (Σκουλιά ονομαζόταν η στήλη που δημιουργούσαν τα κομμένα φυτά της κάνναβης τα οποία τοποθετούσαν όρθια). Μετά από μέρες και όταν τα φυτά είχαν πια ξεραθεί τα μετέφεραν και τα έβαζαν σε υδατοδεξαμενές στη περιοχή Χαζέλι για να φουσκώνουν για 15 μέρες. Αργότερα τα μετέφεραν σε ειδικούς χώρους όπου είχαν στημένες τις μελιτσιές (ειδικά ξύλινα εργαλεία). Με τις μελιτσιές κτυπούσαν τα φυτά μέχρι να σπάσει το κανναβόξυλο. Όταν έσπαζε το κανναβόξυλο έμενε η κάνναβη. Το κανναβόξυλο το χρησιμοποιούσαν για το άναμμα της φωτιάς.
Ακολούθως έπαιρνα τις ίνες της κάνναβης και τις έγνεθαν στο τροχό και με την βοήθεια της ανέμης και του ουλαπιού κατασκεύαζαν τα σχοινιά.
Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει κανένας στη κοινότητα που να ασχολείται με αυτή τη τέχνη με αποτέλεσμα άλλη μια πατροπαράδοτη παραδοσιακή τέχνη του τόπου μας να έχει εκλείψει.
Ελαιόμυλοι/Αλευρόμυλοι
Στη κοινότητα της Τάλας υπήρχαν παλιά τρεις ελαιόμυλοι. Στους ελαιόμυλους αυτούς έρχονταν κάτοικοι από τα γύρω χωριά της περιοχής για να αλέσουν τις ελιές τους και τα τρεμίθια τους για να κάνουν το λάδι τους. Λόγω της μεγάλης προσέλευσης των κατοίκων των γύρω περιοχών για να μπορέσουν να τους εξυπηρετήσουν οι ελαιόμυλοι εργάζονταν πολλές ώρες. Ο πατροπαράδοτος αυτός τρόπος κατασκευής του λαδιού συνεχιζόταν μέχρι την απαγόρευση του και ο κόσμος έπρεπε να παίρνει τις ελιές του για άλεσμα στα νέα ελαιοτριβεία που δημιουργήθηκαν. Με αυτό το τρόπο άλλη μια πατροπαράδοτη παραδοσιακή τέχνη πέρασε στην ιστορία της κοινότητας. Σήμερα στη κοινότητα σώζονται μόνο δύο παλιοί ελαιόμυλοι που είναι διακοσμητικοί και θυμίζουν στους κάτοικους της παλιές εποχές.
Μύλος
Μύλος ονομάζεται ο χώρος στο οποίο κατασκευάστηκε το κοινοτικό πάρκο της Τάλας. Ονομάστηκε έτσι γιατί στο χώρο αυτό σώζεται μερικώς ένας πολύ παλιός αλευρόμυλος με καμάρα. Ο Μύλος αυτός είναι ένας από τους επτά αλευρόμυλους που υπήρχαν στην κοινότητα, οι οποίοι ασχολούνταν με το άλεσμα του σιταριού.
Οι μυλόπετρες του αλευρόμυλου γύριζαν με την πίεση που δημιουργούσε η πτώση του νερού από το αρδευτικό σύστημα «Μυλάρι». Το νερό αυτό έβγαινε μέσα από το βουνό που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από την Ιερά Μονή του Αγίου Νεοφύτου. Εδώ και 15 χρόνια λόγω της ανομβρίας το νερό έχει μειωθεί στο ελάχιστο.